περιτυποῦται

περιτυποῦται
περιτυπόω
embrace
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περιτυπώ — όω, Α 1. περιβάλλω κάτι εφαπτόμενος συνεχώς με αυτό («ὁ περιτετυπωκὼς τὴν ἐπιφάνειαν τοῡ σώματος ἀήρ», Σέξτ. Εμπ.) 2. αποτυπώνω καλύπτοντας από παντού («κηρῷ τὸ εἶδος περιτυποῡται», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι *+ τυπῶ «αποτυπώνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”